Μία σχεδόν πλήρη πρόταση τροποποίησης του άρθρου 12 του ν.4387/2016 κατέθεσε στη Διαρκή Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής κατά τη συζήτηση του σχεδίου νόμου "Μέτρα για την προώθηση των θεσμών της Αναδοχής και Υιοθεσίας". Το "σχεδόν" αναφέρεται στη μη αναφορά της μείωσης των απαιτούμενων ετών έγγαμου βίου από 5 σε 3. Δείτε το βίντεο. Την πρόταση μπορείτε να την δείτε εδώ
Στο ίδιο σχέδιο νόμου πρόταση τροποποίησης κατέθεσε και ο βουλευτής της Ένωσης Κεντρώων κ. Σαρίδης
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ
Στο
Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης «Μέτρα για την Προώθηση
των Θεσμών της Αναδοχής και Υιοθεσίας».
ΘΕΜΑ: Άρση των ηλικιακών κριτηρίων χορήγησης σύνταξης χηρείας, επαναφορά ποσοστού
χορήγησης αυτής από το 50% στο 70% και μείωση ετών έγγαμου βίου ως προϋπόθεση
χορήγησης σύνταξης από πέντε σε τρία.
Α. Αιτιολογική έκθεση
Ο Νόμος 4387/2016 στο άρθρο 12 παρ. 1 προβλέπει
ότι «Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, ο οποίος έχει
πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για τη συνταξιοδότησή του εξ
ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας, δικαιούνται σύνταξη τα παρακάτω μέλη της
οικογένειάς του:
Α. Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου. Σε περίπτωση που ο θάνατος έχει συμβεί προτού συμπληρωθεί το 55ο έτος ηλικίας του επιζώντος συζύγου τότεκαταβάλλεται σε αυτόν σύνταξη για διάρκεια τριών (3) ετών. Εάν ο δικαιούχος συμπληρώνει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια λήψης της σύνταξης, η καταβολή της διακόπτεται με τη συμπλήρωση της τριετίας και άρχεται εκ νέου με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του».
Α. Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου. Σε περίπτωση που ο θάνατος έχει συμβεί προτού συμπληρωθεί το 55ο έτος ηλικίας του επιζώντος συζύγου τότεκαταβάλλεται σε αυτόν σύνταξη για διάρκεια τριών (3) ετών. Εάν ο δικαιούχος συμπληρώνει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια λήψης της σύνταξης, η καταβολή της διακόπτεται με τη συμπλήρωση της τριετίας και άρχεται εκ νέου με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του».
Στην παρ. 2 προβλέπει ότι: «Ο επιζών σύζυγος δεν
δικαιούται σύνταξη αν ο θάνατος του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου συζύγου επήλθε
πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών από την τέλεση του γάμου».
Στην παρ. 4Αα προβλέπει ότι «Το ποσό
της σύνταξης των ανωτέρω δικαιούχων υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που
δικαιούται ή που έχει δικαιωθεί ο θανών σύζυγος και επιμερίζεται ως εξής:
α) Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 50% της σύνταξης».
α) Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 50% της σύνταξης».
Οι παραπάνω προβλέψεις, ωστόσο, ενέχουν τον
κίνδυνο αδικίας σε βάρος πολλών κατηγοριών χήρων. Κάποιος/α με ηλικία 55 ετών
και 1 ημέρας δικαιούται σύνταξης ενώ κάποιος/α που είναι 55 ετών παρά μία ημέρα
στερείται του δικαιώματος αυτού. Παρατηρούνται φαινόμενα όπως μία χήρα άνω των
55 ετών με πολύ λίγα χρόνια γάμου να δικαιούται σύνταξης ενώ μία άλλη μικρότερη
των 55 ετών που ήταν έγγαμη μια ζωή άρα και οι εισφορές του θανόντος ήταν
υψηλότερες να στερείται του δικαιώματος. Με δεδομένο ότι σε ένα κράτος δικαίου
η ασφάλιση των πολιτών είναι ανταποδοτική, είναι ανεπίτρεπτο οι εισφορές
ασφαλισμένου 25, 30 και 35 ετών να μην αποδίδονται κατά τον δέοντα τρόπο στους
εν ζωή οικείους του διότι έτσι καταργείται ο συνταγματικά κατοχυρωμένος
ανταποδοτικός χαρακτήρας της ασφάλισης.
Επιπλέον, δεδομένης της οικονομικής κρίσης που
διέπει τη χώρα και του υψηλού ποσοστού ανεργίας, είναι αμφίβολο εάν μια μεσήλικη
γυναίκα η οποία δεν εργαζόταν όσο ήταν εν ζωή ο θανών σύζυγος, θα έχει τη
δυνατότητα να βρει εργασία και ακόμα πιο αμφίβολο είναι εάν θα προλάβει να
κατοχυρώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα.
Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι η οικογένεια του
θανόντος κληρονομεί και τις οικονομικές υποχρεώσεις του θανόντος, όπως πιθανές οφειλές
κτλ, το ποσοστό του 50% κρίνεται ανεπαρκές και προτείνεται το ορθότερο 70%. Το
δημοσιονομικό όφελος που προκύπτει από τη μείωση αυτή είναι ελάχιστο μπροστά
στο τεράστιο κοινωνικό και ηθικό πρόβλημα που έχει προκύψει από τη μείωση αυτή.
Κατά συνέπεια και αναγνωρίζοντας ότι η χηρεία δεν
είναι επιλογή ή προνόμιο αλλά συνιστά το βαρύ χτύπημα της μοίρας που ανατρέπει
τη ζωή του επιζώντα συζύγου και της οικογένειάς του, το κράτος οφείλει να αποτελεί
στήριγμα στις οικογένειες αυτές με την παροχή των αυτονόητων και όχι να τις
επιβαρύνει με δυσβάστακτα μέτρα που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωσή
τους.
Β. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 12 «Σύνταξη λόγω θανάτου» ως εξής:
Στο άρθρο 1Α προτείνεται η κατάργηση του άρθρου και η επαναφορά στο προ του νόμου ισχύον
καθεστώς ηλικιακών κριτηρίων χορήγησης συντάξεων χηρείας.
Στο άρθρο 2 προτείνεται η αντικατάσταση του: «από την
πάροδο πέντε (5) ετών από την τέλεση του γάμου» με το: «από την πάροδο τριών
(3) ετών από την τέλεση του γάμου»
Στο άρθρο 4Α στο εδάφιο (α) προτείνεται η
αντικατάσταση του: «Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 50% της σύνταξης» με το:
«Για τον επιζώντα σύζυγο ποσοστό 70% της σύνταξης».
Ο καταθέτων βουλευτής
Ιωάννης Σαρίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.